επισμώ — ἐπισμῶ, άω (Α) τρίβω ή αλείφω κάτι πάνω σε κάτι άλλο για να κολλήσει («τὶ γὰρ οὗτος ἡμᾱς οὐκ ἐπισμῇ κακῶν;» τί κακό υπάρχει που να μη ζητά να μάς τό κολλήσει;, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμω «καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek
αρετσίνωτος — η, ο 1. (για κρασί) αυτό που δεν περιέχει ρετσίνι 2. εκείνος που δεν του έχουν κολλήσει ρετσινιά, που δεν τον έχουν κατηγορήσει άδικα για κάτι … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
συλλούομαι — Α 1. λούζομαι μαζί με κάποιον άλλο 2. κάνω μπάνιο χωρίς να βγάλω έμπλαστρο που έχω κολλήσει σε ένα σημείο τού σώματός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λούομαι «λούζομαι»] … Dictionary of Greek
Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… … Dictionary of Greek
σάλιωμα — το, ατος επάλειψη ή ύγρανση με σάλιο: Το γραμματόσημο θέλει σάλιωμα για να κολλήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)